- μπιλιέτο
- το(λ. ιταλ.)1. το επισκεπτήριο, η κάρτα.2. πρόχειρο σημείωμα: Ο άντρας της έμαθε την παράνομη σχέση της όταν βρήκε ένα μπιλιέτο του εραστή της.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.