μπιλιέτο

μπιλιέτο
το
(λ. ιταλ.)
1. το επισκεπτήριο, η κάρτα.
2. πρόχειρο σημείωμα: Ο άντρας της έμαθε την παράνομη σχέση της όταν βρήκε ένα μπιλιέτο του εραστή της.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μπιλιέτο — το 1. πρόχειρο σημείωμα σε μικρό φύλλο χαρτιού 2. επισκεπτήριο, επισκεπτήρια κάρτα 3. εισιτήριο συγκοινωνίας ή θεάματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. biglietto (βλ. λ. μπίλια)] …   Dictionary of Greek

  • μπιλιετάκι — το [μπιλιέτο] μικρό μπιλιέτο …   Dictionary of Greek

  • επισκεπτήριο — το κάρτα με τυπωμένο το ονοματεπώνυμο (ή και τον τίτλο, τη διεύθυνση, τον αριθμό τηλεφώνου κτλ.) αυτού που το χρησιμοποιεί, καρτ ντε βιζίτ, μπιλιέτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”